Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναποιέω
ἀναποίητος
ἀναποικίλλω
ἀνάποινος
ἀναποκλύζω
ἀναπόκριτος
ἀναπολάζω
ἀναπολαυστία
ἀναπόλαυστος
ἀναπολεμέω
ἀναπολεύω
ἀναπολέω
ἀναπόλησις
ἀναπολητέον
ἀναπολίζω
ἀναπολόγητος
ἀναπόλυτος
ἀναπομπή
ἀναπόμπιμος
ἀναπομπός
ἀναπόνιπτος
View word page
ἀναπολεύω
move upwards in an orbit

ShortDef

move upwards in an orbit

Debugging

Headword:
ἀναπολεύω
Headword (normalized):
ἀναπολεύω
Headword (normalized/stripped):
αναπολευω
IDX:
6324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6325
Key:

Data

{'content': 'move upwards in an orbit'}