Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄρογκοι
ὁρογλυφέω
ὀροδαμνίς
ὀρόδαμνος
ὀροδεμνιάδες
ὁροθεσία
ὁροθετέω
ὁροθέτης
ὀροθύνω
Ὀροίτης
ὀροκάρυον
ὄρομαι
ὀρομαλίδες
ὄρον
Ὀρόντης
ὀρονύχιον
ὀροπέδιον
ὀροποτέω
ὀροποτίη
ὅρος
ὄρος
View word page
ὀροκάρυον
mountain-nut

ShortDef

mountain-nut

Debugging

Headword:
ὀροκάρυον
Headword (normalized):
ὀροκάρυον
Headword (normalized/stripped):
οροκαρυον
IDX:
63247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63248
Key:

Data

{'content': 'mountain-nut'}