Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρόβιον
ὀροβίτης
ὀροβοειδής
ὄροβος
ὀροβοφαγέω
ὀροβοφόρος
ὁρογενής
ὄρογκοι
ὁρογλυφέω
ὀροδαμνίς
ὀρόδαμνος
ὀροδεμνιάδες
ὁροθεσία
ὁροθετέω
ὁροθέτης
ὀροθύνω
Ὀροίτης
ὀροκάρυον
ὄρομαι
ὀρομαλίδες
ὄρον
View word page
ὀρόδαμνος
a branch

ShortDef

a branch

Debugging

Headword:
ὀρόδαμνος
Headword (normalized):
ὀρόδαμνος
Headword (normalized/stripped):
οροδαμνος
IDX:
63240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63241
Key:

Data

{'content': 'a branch'}