Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρόβινος
ὀρόβιον
ὀροβίτης
ὀροβοειδής
ὄροβος
ὀροβοφαγέω
ὀροβοφόρος
ὁρογενής
ὄρογκοι
ὁρογλυφέω
ὀροδαμνίς
ὀρόδαμνος
ὀροδεμνιάδες
ὁροθεσία
ὁροθετέω
ὁροθέτης
ὀροθύνω
Ὀροίτης
ὀροκάρυον
ὄρομαι
ὀρομαλίδες
View word page
ὀροδαμνίς
a sprig, spray

ShortDef

a sprig, spray

Debugging

Headword:
ὀροδαμνίς
Headword (normalized):
ὀροδαμνίς
Headword (normalized/stripped):
οροδαμνις
IDX:
63239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63240
Key:

Data

{'content': 'a sprig, spray'}