Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀροβίζω
ὀρόβινος
ὀρόβιον
ὀροβίτης
ὀροβοειδής
ὄροβος
ὀροβοφαγέω
ὀροβοφόρος
ὁρογενής
ὄρογκοι
ὁρογλυφέω
ὀροδαμνίς
ὀρόδαμνος
ὀροδεμνιάδες
ὁροθεσία
ὁροθετέω
ὁροθέτης
ὀροθύνω
Ὀροίτης
ὀροκάρυον
ὄρομαι
View word page
ὁρογλυφέω
remove

ShortDef

remove

Debugging

Headword:
ὁρογλυφέω
Headword (normalized):
ὁρογλυφέω
Headword (normalized/stripped):
ορογλυφεω
IDX:
63238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63239
Key:

Data

{'content': 'remove'}