Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀροβιαῖος
ὀροβίζω
ὀρόβινος
ὀρόβιον
ὀροβίτης
ὀροβοειδής
ὄροβος
ὀροβοφαγέω
ὀροβοφόρος
ὁρογενής
ὄρογκοι
ὁρογλυφέω
ὀροδαμνίς
ὀρόδαμνος
ὀροδεμνιάδες
ὁροθεσία
ὁροθετέω
ὁροθέτης
ὀροθύνω
Ὀροίτης
ὀροκάρυον
View word page
ὄρογκοι
mountains
ShortDef
mountains
Debugging
Headword:
ὄρογκοι
Headword (normalized):
ὄρογκοι
Headword (normalized/stripped):
ορογκοι
IDX:
63237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63238
Key:
Data
{'content': 'mountains'}