Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρόβακχος
ὀροβιαῖος
ὀροβίζω
ὀρόβινος
ὀρόβιον
ὀροβίτης
ὀροβοειδής
ὄροβος
ὀροβοφαγέω
ὀροβοφόρος
ὁρογενής
ὄρογκοι
ὁρογλυφέω
ὀροδαμνίς
ὀρόδαμνος
ὀροδεμνιάδες
ὁροθεσία
ὁροθετέω
ὁροθέτης
ὀροθύνω
Ὀροίτης
View word page
ὁρογενής
productive of terms

ShortDef

productive of terms

Debugging

Headword:
ὁρογενής
Headword (normalized):
ὁρογενής
Headword (normalized/stripped):
ορογενης
IDX:
63236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63237
Key:

Data

{'content': 'productive of terms'}