Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρνύω
ὀροβάγχη
ὀρόβακχος
ὀροβιαῖος
ὀροβίζω
ὀρόβινος
ὀρόβιον
ὀροβίτης
ὀροβοειδής
ὄροβος
ὀροβοφαγέω
ὀροβοφόρος
ὁρογενής
ὄρογκοι
ὁρογλυφέω
ὀροδαμνίς
ὀρόδαμνος
ὀροδεμνιάδες
ὁροθεσία
ὁροθετέω
ὁροθέτης
View word page
ὀροβοφαγέω
eat vetch

ShortDef

eat vetch

Debugging

Headword:
ὀροβοφαγέω
Headword (normalized):
ὀροβοφαγέω
Headword (normalized/stripped):
οροβοφαγεω
IDX:
63234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63235
Key:

Data

{'content': 'eat vetch'}