Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄρνυμι
ὀρνύω
ὀροβάγχη
ὀρόβακχος
ὀροβιαῖος
ὀροβίζω
ὀρόβινος
ὀρόβιον
ὀροβίτης
ὀροβοειδής
ὄροβος
ὀροβοφαγέω
ὀροβοφόρος
ὁρογενής
ὄρογκοι
ὁρογλυφέω
ὀροδαμνίς
ὀρόδαμνος
ὀροδεμνιάδες
ὁροθεσία
ὁροθετέω
View word page
ὄροβος
bitter vetch, Vicia Ervilia

ShortDef

bitter vetch, Vicia Ervilia

Debugging

Headword:
ὄροβος
Headword (normalized):
ὄροβος
Headword (normalized/stripped):
οροβος
IDX:
63233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63234
Key:

Data

{'content': 'bitter vetch, Vicia Ervilia'}