Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄρνις
ὀρνόλη
ὄρνυμι
ὀρνύω
ὀροβάγχη
ὀρόβακχος
ὀροβιαῖος
ὀροβίζω
ὀρόβινος
ὀρόβιον
ὀροβίτης
ὀροβοειδής
ὄροβος
ὀροβοφαγέω
ὀροβοφόρος
ὁρογενής
ὄρογκοι
ὁρογλυφέω
ὀροδαμνίς
ὀρόδαμνος
ὀροδεμνιάδες
View word page
ὀροβίτης
like or of the size of the ὄροβος, the bitter vetch
ShortDef
like or of the size of the ὄροβος, the bitter vetch
Debugging
Headword:
ὀροβίτης
Headword (normalized):
ὀροβίτης
Headword (normalized/stripped):
οροβιτης
IDX:
63231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63232
Key:
Data
{'content': 'like or of the size of the ὄροβος, the bitter vetch'}