Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρνιθοφυής
ὀρνιθών
ὄρνις
ὀρνόλη
ὄρνυμι
ὀρνύω
ὀροβάγχη
ὀρόβακχος
ὀροβιαῖος
ὀροβίζω
ὀρόβινος
ὀρόβιον
ὀροβίτης
ὀροβοειδής
ὄροβος
ὀροβοφαγέω
ὀροβοφόρος
ὁρογενής
ὄρογκοι
ὁρογλυφέω
ὀροδαμνίς
View word page
ὀρόβινος
made of ὄροβος
ShortDef
made of ὄροβος
Debugging
Headword:
ὀρόβινος
Headword (normalized):
ὀρόβινος
Headword (normalized/stripped):
οροβινος
IDX:
63229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63230
Key:
Data
{'content': 'made of ὄροβος'}