Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπόδραστος
ἀναπόθετος
ἀναποιέω
ἀναποίητος
ἀναποικίλλω
ἀνάποινος
ἀναποκλύζω
ἀναπόκριτος
ἀναπολάζω
ἀναπολαυστία
ἀναπόλαυστος
ἀναπολεμέω
ἀναπολεύω
ἀναπολέω
ἀναπόλησις
ἀναπολητέον
ἀναπολίζω
ἀναπολόγητος
ἀναπόλυτος
ἀναπομπή
ἀναπόμπιμος
View word page
ἀναπόλαυστος
not to be enjoyed

ShortDef

not to be enjoyed

Debugging

Headword:
ἀναπόλαυστος
Headword (normalized):
ἀναπόλαυστος
Headword (normalized/stripped):
αναπολαυστος
IDX:
6322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6323
Key:

Data

{'content': 'not to be enjoyed'}