Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρνιθοφάγος
ὀρνιθοφυής
ὀρνιθών
ὄρνις
ὀρνόλη
ὄρνυμι
ὀρνύω
ὀροβάγχη
ὀρόβακχος
ὀροβιαῖος
ὀροβίζω
ὀρόβινος
ὀρόβιον
ὀροβίτης
ὀροβοειδής
ὄροβος
ὀροβοφαγέω
ὀροβοφόρος
ὁρογενής
ὄρογκοι
ὁρογλυφέω
View word page
ὀροβίζω
feed on
ShortDef
feed on
Debugging
Headword:
ὀροβίζω
Headword (normalized):
ὀροβίζω
Headword (normalized/stripped):
οροβιζω
IDX:
63228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63229
Key:
Data
{'content': 'feed on'}