Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρνιθοτρόφος
ὀρνιθοφάγος
ὀρνιθοφυής
ὀρνιθών
ὄρνις
ὀρνόλη
ὄρνυμι
ὀρνύω
ὀροβάγχη
ὀρόβακχος
ὀροβιαῖος
ὀροβίζω
ὀρόβινος
ὀρόβιον
ὀροβίτης
ὀροβοειδής
ὄροβος
ὀροβοφαγέω
ὀροβοφόρος
ὁρογενής
ὄρογκοι
View word page
ὀροβιαῖος
of the size of the ὄροβος
ShortDef
of the size of the ὄροβος
Debugging
Headword:
ὀροβιαῖος
Headword (normalized):
ὀροβιαῖος
Headword (normalized/stripped):
οροβιαιος
IDX:
63227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63228
Key:
Data
{'content': 'of the size of the ὄροβος'}