Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθοτρόφος
ὀρνιθοφάγος
ὀρνιθοφυής
ὀρνιθών
ὄρνις
ὀρνόλη
ὄρνυμι
ὀρνύω
ὀροβάγχη
ὀρόβακχος
ὀροβιαῖος
ὀροβίζω
ὀρόβινος
ὀρόβιον
ὀροβίτης
ὀροβοειδής
ὄροβος
ὀροβοφαγέω
ὀροβοφόρος
ὁρογενής
View word page
ὀρόβακχος
fruits
ShortDef
fruits
Debugging
Headword:
ὀρόβακχος
Headword (normalized):
ὀρόβακχος
Headword (normalized/stripped):
οροβακχος
IDX:
63226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63227
Key:
Data
{'content': 'fruits'}