Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρνιθοτροφεῖον
ὀρνιθοτροφέω
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθοτρόφος
ὀρνιθοφάγος
ὀρνιθοφυής
ὀρνιθών
ὄρνις
ὀρνόλη
ὄρνυμι
ὀρνύω
ὀροβάγχη
ὀρόβακχος
ὀροβιαῖος
ὀροβίζω
ὀρόβινος
ὀρόβιον
ὀροβίτης
ὀροβοειδής
ὄροβος
ὀροβοφαγέω
View word page
ὀρνύω
rouse, awaken
ShortDef
rouse, awaken
Debugging
Headword:
ὀρνύω
Headword (normalized):
ὀρνύω
Headword (normalized/stripped):
ορνυω
IDX:
63224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63225
Key:
Data
{'content': 'rouse, awaken'}