Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρνιθοσκόπος
ὀρνιθοτροφεῖον
ὀρνιθοτροφέω
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθοτρόφος
ὀρνιθοφάγος
ὀρνιθοφυής
ὀρνιθών
ὄρνις
ὀρνόλη
ὄρνυμι
ὀρνύω
ὀροβάγχη
ὀρόβακχος
ὀροβιαῖος
ὀροβίζω
ὀρόβινος
ὀρόβιον
ὀροβίτης
ὀροβοειδής
ὄροβος
View word page
ὄρνυμι
to stir, stir up

ShortDef

to stir, stir up

Debugging

Headword:
ὄρνυμι
Headword (normalized):
ὄρνυμι
Headword (normalized/stripped):
ορνυμι
IDX:
63223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63224
Key:

Data

{'content': 'to stir, stir up'}