Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοπρόσωπος
ὀρνιθοπώλης
ὀρνιθοσκοπέομαι
ὀρνιθοσκόπος
ὀρνιθοτροφεῖον
ὀρνιθοτροφέω
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθοτρόφος
ὀρνιθοφάγος
ὀρνιθοφυής
ὀρνιθών
ὄρνις
ὀρνόλη
ὄρνυμι
ὀρνύω
ὀροβάγχη
ὀρόβακχος
ὀροβιαῖος
ὀροβίζω
ὀρόβινος
View word page
ὀρνιθοφυής
of a bird's nature

ShortDef

of a bird's nature

Debugging

Headword:
ὀρνιθοφυής
Headword (normalized):
ὀρνιθοφυής
Headword (normalized/stripped):
ορνιθοφυης
IDX:
63219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63220
Key:

Data

{'content': "of a bird's nature"}