Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρνιθόπαις
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοπρόσωπος
ὀρνιθοπώλης
ὀρνιθοσκοπέομαι
ὀρνιθοσκόπος
ὀρνιθοτροφεῖον
ὀρνιθοτροφέω
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθοτρόφος
ὀρνιθοφάγος
ὀρνιθοφυής
ὀρνιθών
ὄρνις
ὀρνόλη
ὄρνυμι
ὀρνύω
ὀροβάγχη
ὀρόβακχος
ὀροβιαῖος
ὀροβίζω
View word page
ὀρνιθοφάγος
eating birds

ShortDef

eating birds

Debugging

Headword:
ὀρνιθοφάγος
Headword (normalized):
ὀρνιθοφάγος
Headword (normalized/stripped):
ορνιθοφαγος
IDX:
63218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63219
Key:

Data

{'content': 'eating birds'}