Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρνιθόομαι
ὀρνιθόπαις
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοπρόσωπος
ὀρνιθοπώλης
ὀρνιθοσκοπέομαι
ὀρνιθοσκόπος
ὀρνιθοτροφεῖον
ὀρνιθοτροφέω
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθοτρόφος
ὀρνιθοφάγος
ὀρνιθοφυής
ὀρνιθών
ὄρνις
ὀρνόλη
ὄρνυμι
ὀρνύω
ὀροβάγχη
ὀρόβακχος
ὀροβιαῖος
View word page
ὀρνιθοτρόφος
keeping birds
ShortDef
keeping birds
Debugging
Headword:
ὀρνιθοτρόφος
Headword (normalized):
ὀρνιθοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
ορνιθοτροφος
IDX:
63217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63218
Key:
Data
{'content': 'keeping birds'}