Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρνιθομαντεία
ὀρνιθόομαι
ὀρνιθόπαις
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοπρόσωπος
ὀρνιθοπώλης
ὀρνιθοσκοπέομαι
ὀρνιθοσκόπος
ὀρνιθοτροφεῖον
ὀρνιθοτροφέω
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθοτρόφος
ὀρνιθοφάγος
ὀρνιθοφυής
ὀρνιθών
ὄρνις
ὀρνόλη
ὄρνυμι
ὀρνύω
ὀροβάγχη
ὀρόβακχος
View word page
ὀρνιθοτροφία
a keeping of birds

ShortDef

a keeping of birds

Debugging

Headword:
ὀρνιθοτροφία
Headword (normalized):
ὀρνιθοτροφία
Headword (normalized/stripped):
ορνιθοτροφια
IDX:
63216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63217
Key:

Data

{'content': 'a keeping of birds'}