Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρνιθομανής
ὀρνιθομαντεία
ὀρνιθόομαι
ὀρνιθόπαις
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοπρόσωπος
ὀρνιθοπώλης
ὀρνιθοσκοπέομαι
ὀρνιθοσκόπος
ὀρνιθοτροφεῖον
ὀρνιθοτροφέω
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθοτρόφος
ὀρνιθοφάγος
ὀρνιθοφυής
ὀρνιθών
ὄρνις
ὀρνόλη
ὄρνυμι
ὀρνύω
ὀροβάγχη
View word page
ὀρνιθοτροφέω
keep poultry
ShortDef
keep poultry
Debugging
Headword:
ὀρνιθοτροφέω
Headword (normalized):
ὀρνιθοτροφέω
Headword (normalized/stripped):
ορνιθοτροφεω
IDX:
63215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63216
Key:
Data
{'content': 'keep poultry'}