Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρνιθοκρίτης
ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθομαντεία
ὀρνιθόομαι
ὀρνιθόπαις
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοπρόσωπος
ὀρνιθοπώλης
ὀρνιθοσκοπέομαι
ὀρνιθοσκόπος
ὀρνιθοτροφεῖον
ὀρνιθοτροφέω
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθοτρόφος
ὀρνιθοφάγος
ὀρνιθοφυής
ὀρνιθών
ὄρνις
ὀρνόλη
View word page
ὀρνιθοσκοπέομαι
observe birds, interpret their flight and cries

ShortDef

observe birds, interpret their flight and cries

Debugging

Headword:
ὀρνιθοσκοπέομαι
Headword (normalized):
ὀρνιθοσκοπέομαι
Headword (normalized/stripped):
ορνιθοσκοπεομαι
IDX:
63212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63213
Key:

Data

{'content': 'observe birds, interpret their flight and cries'}