Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρνιθοκόμος
ὀρνιθοκόος
ὀρνιθοκρίτης
ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθομαντεία
ὀρνιθόομαι
ὀρνιθόπαις
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοπρόσωπος
ὀρνιθοπώλης
ὀρνιθοσκοπέομαι
ὀρνιθοσκόπος
ὀρνιθοτροφεῖον
ὀρνιθοτροφέω
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθοτρόφος
ὀρνιθοφάγος
ὀρνιθοφυής
ὀρνιθών
View word page
ὀρνιθοπρόσωπος
bird-faced

ShortDef

bird-faced

Debugging

Headword:
ὀρνιθοπρόσωπος
Headword (normalized):
ὀρνιθοπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
ορνιθοπροσωπος
IDX:
63210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63211
Key:

Data

{'content': 'bird-faced'}