Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρνιθοκομεῖον
ὀρνιθοκόμος
ὀρνιθοκόος
ὀρνιθοκρίτης
ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθομαντεία
ὀρνιθόομαι
ὀρνιθόπαις
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοπρόσωπος
ὀρνιθοπώλης
ὀρνιθοσκοπέομαι
ὀρνιθοσκόπος
ὀρνιθοτροφεῖον
ὀρνιθοτροφέω
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθοτρόφος
ὀρνιθοφάγος
ὀρνιθοφυής
View word page
ὀρνιθοπέδη
a snare for birds

ShortDef

a snare for birds

Debugging

Headword:
ὀρνιθοπέδη
Headword (normalized):
ὀρνιθοπέδη
Headword (normalized/stripped):
ορνιθοπεδη
IDX:
63209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63210
Key:

Data

{'content': 'a snare for birds'}