Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρνιθοκλέπτης
ὀρνιθοκομεῖον
ὀρνιθοκόμος
ὀρνιθοκόος
ὀρνιθοκρίτης
ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθομαντεία
ὀρνιθόομαι
ὀρνιθόπαις
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοπρόσωπος
ὀρνιθοπώλης
ὀρνιθοσκοπέομαι
ὀρνιθοσκόπος
ὀρνιθοτροφεῖον
ὀρνιθοτροφέω
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθοτρόφος
ὀρνιθοφάγος
View word page
ὀρνιθόπαις
born of a bird : like a bird
ShortDef
born of a bird : like a bird
Debugging
Headword:
ὀρνιθόπαις
Headword (normalized):
ὀρνιθόπαις
Headword (normalized/stripped):
ορνιθοπαις
IDX:
63208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63209
Key:
Data
{'content': 'born of a bird : like a bird'}