Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρνιθοκάπηλος
ὀρνιθοκλέπτης
ὀρνιθοκομεῖον
ὀρνιθοκόμος
ὀρνιθοκόος
ὀρνιθοκρίτης
ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθομαντεία
ὀρνιθόομαι
ὀρνιθόπαις
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοπρόσωπος
ὀρνιθοπώλης
ὀρνιθοσκοπέομαι
ὀρνιθοσκόπος
ὀρνιθοτροφεῖον
ὀρνιθοτροφέω
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθοτρόφος
View word page
ὀρνιθόομαι
to be changed into a bird
ShortDef
to be changed into a bird
Debugging
Headword:
ὀρνιθόομαι
Headword (normalized):
ὀρνιθόομαι
Headword (normalized/stripped):
ορνιθοομαι
IDX:
63207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63208
Key:
Data
{'content': 'to be changed into a bird'}