Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθοθηρέω
ὀρνιθοκάπηλος
ὀρνιθοκλέπτης
ὀρνιθοκομεῖον
ὀρνιθοκόμος
ὀρνιθοκόος
ὀρνιθοκρίτης
ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθομαντεία
ὀρνιθόομαι
ὀρνιθόπαις
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοπρόσωπος
ὀρνιθοπώλης
ὀρνιθοσκοπέομαι
ὀρνιθοσκόπος
ὀρνιθοτροφεῖον
ὀρνιθοτροφέω
View word page
ὀρνιθομανής
bird-mad
ShortDef
bird-mad
Debugging
Headword:
ὀρνιθομανής
Headword (normalized):
ὀρνιθομανής
Headword (normalized/stripped):
ορνιθομανης
IDX:
63205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63206
Key:
Data
{'content': 'bird-mad'}