Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρνιθοειδής
ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθοθηρέω
ὀρνιθοκάπηλος
ὀρνιθοκλέπτης
ὀρνιθοκομεῖον
ὀρνιθοκόμος
ὀρνιθοκόος
ὀρνιθοκρίτης
ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθομαντεία
ὀρνιθόομαι
ὀρνιθόπαις
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοπρόσωπος
ὀρνιθοπώλης
ὀρνιθοσκοπέομαι
ὀρνιθοσκόπος
ὀρνιθοτροφεῖον
View word page
ὀρνιθομανέω
to be bird-mad

ShortDef

to be bird-mad

Debugging

Headword:
ὀρνιθομανέω
Headword (normalized):
ὀρνιθομανέω
Headword (normalized/stripped):
ορνιθομανεω
IDX:
63204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63205
Key:

Data

{'content': 'to be bird-mad'}