Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρνιθόγαλον
ὀρνιθογενής
ὀρνιθογνώμων
ὀρνιθογονία
ὀρνιθόγονος
ὀρνιθοειδής
ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθοθηρέω
ὀρνιθοκάπηλος
ὀρνιθοκλέπτης
ὀρνιθοκομεῖον
ὀρνιθοκόμος
ὀρνιθοκόος
ὀρνιθοκρίτης
ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθομαντεία
ὀρνιθόομαι
ὀρνιθόπαις
ὀρνιθοπέδη
View word page
ὀρνιθοκομεῖον
place where birds are kept
ShortDef
place where birds are kept
Debugging
Headword:
ὀρνιθοκομεῖον
Headword (normalized):
ὀρνιθοκομεῖον
Headword (normalized/stripped):
ορνιθοκομειον
IDX:
63199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63200
Key:
Data
{'content': 'place where birds are kept'}