Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναποδιστικός
ἀναπόδοτος
ἀναποδόω
ἀναπόδραστος
ἀναπόθετος
ἀναποιέω
ἀναποίητος
ἀναποικίλλω
ἀνάποινος
ἀναποκλύζω
ἀναπόκριτος
ἀναπολάζω
ἀναπολαυστία
ἀναπόλαυστος
ἀναπολεμέω
ἀναπολεύω
ἀναπολέω
ἀναπόλησις
ἀναπολητέον
ἀναπολίζω
ἀναπολόγητος
View word page
ἀναπόκριτος
unanswered

ShortDef

unanswered

Debugging

Headword:
ἀναπόκριτος
Headword (normalized):
ἀναπόκριτος
Headword (normalized/stripped):
αναποκριτος
IDX:
6319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6320
Key:

Data

{'content': 'unanswered'}