Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρνίθιον
ὀρνιθοβόρος
ὀρνιθοβοσκεῖον
ὀρνιθόγαλον
ὀρνιθογενής
ὀρνιθογνώμων
ὀρνιθογονία
ὀρνιθόγονος
ὀρνιθοειδής
ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθοθηρέω
ὀρνιθοκάπηλος
ὀρνιθοκλέπτης
ὀρνιθοκομεῖον
ὀρνιθοκόμος
ὀρνιθοκόος
ὀρνιθοκρίτης
ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθομαντεία
View word page
ὀρνιθοθηρέω
catch birds

ShortDef

catch birds

Debugging

Headword:
ὀρνιθοθηρέω
Headword (normalized):
ὀρνιθοθηρέω
Headword (normalized/stripped):
ορνιθοθηρεω
IDX:
63196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63197
Key:

Data

{'content': 'catch birds'}