Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρνιθιακός
ὀρνιθίας
ὀρνιθικός
ὀρνίθιον
ὀρνιθοβόρος
ὀρνιθοβοσκεῖον
ὀρνιθόγαλον
ὀρνιθογενής
ὀρνιθογνώμων
ὀρνιθογονία
ὀρνιθόγονος
ὀρνιθοειδής
ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθοθηρέω
ὀρνιθοκάπηλος
ὀρνιθοκλέπτης
ὀρνιθοκομεῖον
ὀρνιθοκόμος
ὀρνιθοκόος
ὀρνιθοκρίτης
ὀρνιθολόχος
View word page
ὀρνιθόγονος
sprung from a bird

ShortDef

sprung from a bird

Debugging

Headword:
ὀρνιθόγονος
Headword (normalized):
ὀρνιθόγονος
Headword (normalized/stripped):
ορνιθογονος
IDX:
63193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63194
Key:

Data

{'content': 'sprung from a bird'}