Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρνιθιάζω
ὀρνιθιακός
ὀρνιθίας
ὀρνιθικός
ὀρνίθιον
ὀρνιθοβόρος
ὀρνιθοβοσκεῖον
ὀρνιθόγαλον
ὀρνιθογενής
ὀρνιθογνώμων
ὀρνιθογονία
ὀρνιθόγονος
ὀρνιθοειδής
ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθοθηρέω
ὀρνιθοκάπηλος
ὀρνιθοκλέπτης
ὀρνιθοκομεῖον
ὀρνιθοκόμος
ὀρνιθοκόος
ὀρνιθοκρίτης
View word page
ὀρνιθογονία
the generation of birds

ShortDef

the generation of birds

Debugging

Headword:
ὀρνιθογονία
Headword (normalized):
ὀρνιθογονία
Headword (normalized/stripped):
ορνιθογονια
IDX:
63192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63193
Key:

Data

{'content': 'the generation of birds'}