Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρνιθία
ὀρνιθιάζω
ὀρνιθιακός
ὀρνιθίας
ὀρνιθικός
ὀρνίθιον
ὀρνιθοβόρος
ὀρνιθοβοσκεῖον
ὀρνιθόγαλον
ὀρνιθογενής
ὀρνιθογνώμων
ὀρνιθογονία
ὀρνιθόγονος
ὀρνιθοειδής
ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθοθηρέω
ὀρνιθοκάπηλος
ὀρνιθοκλέπτης
ὀρνιθοκομεῖον
ὀρνιθοκόμος
ὀρνιθοκόος
View word page
ὀρνιθογνώμων
knowing in birds

ShortDef

knowing in birds

Debugging

Headword:
ὀρνιθογνώμων
Headword (normalized):
ὀρνιθογνώμων
Headword (normalized/stripped):
ορνιθογνωμων
IDX:
63191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63192
Key:

Data

{'content': 'knowing in birds'}