Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρνιθευτικός
ὀρνιθεύω
ὀρνιθία
ὀρνιθιάζω
ὀρνιθιακός
ὀρνιθίας
ὀρνιθικός
ὀρνίθιον
ὀρνιθοβόρος
ὀρνιθοβοσκεῖον
ὀρνιθόγαλον
ὀρνιθογενής
ὀρνιθογνώμων
ὀρνιθογονία
ὀρνιθόγονος
ὀρνιθοειδής
ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθοθηρέω
ὀρνιθοκάπηλος
ὀρνιθοκλέπτης
ὀρνιθοκομεῖον
View word page
ὀρνιθόγαλον
starflower, Ornithogalum umbellatum

ShortDef

starflower, Ornithogalum umbellatum

Debugging

Headword:
ὀρνιθόγαλον
Headword (normalized):
ὀρνιθόγαλον
Headword (normalized/stripped):
ορνιθογαλον
IDX:
63189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63190
Key:

Data

{'content': 'starflower, Ornithogalum umbellatum'}