Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναποδιστής
ἀναποδιστικός
ἀναπόδοτος
ἀναποδόω
ἀναπόδραστος
ἀναπόθετος
ἀναποιέω
ἀναποίητος
ἀναποικίλλω
ἀνάποινος
ἀναποκλύζω
ἀναπόκριτος
ἀναπολάζω
ἀναπολαυστία
ἀναπόλαυστος
ἀναπολεμέω
ἀναπολεύω
ἀναπολέω
ἀναπόλησις
ἀναπολητέον
ἀναπολίζω
View word page
ἀναποκλύζω
wash out again
ShortDef
wash out again
Debugging
Headword:
ἀναποκλύζω
Headword (normalized):
ἀναποκλύζω
Headword (normalized/stripped):
αναποκλυζω
IDX:
6318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6319
Key:
Data
{'content': 'wash out again'}