Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρνίθειος
ὀρνιθευτής
ὀρνιθευτικός
ὀρνιθεύω
ὀρνιθία
ὀρνιθιάζω
ὀρνιθιακός
ὀρνιθίας
ὀρνιθικός
ὀρνίθιον
ὀρνιθοβόρος
ὀρνιθοβοσκεῖον
ὀρνιθόγαλον
ὀρνιθογενής
ὀρνιθογνώμων
ὀρνιθογονία
ὀρνιθόγονος
ὀρνιθοειδής
ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθοθηρέω
ὀρνιθοκάπηλος
View word page
ὀρνιθοβόρος
devouring chickens

ShortDef

devouring chickens

Debugging

Headword:
ὀρνιθοβόρος
Headword (normalized):
ὀρνιθοβόρος
Headword (normalized/stripped):
ορνιθοβορος
IDX:
63187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63188
Key:

Data

{'content': 'devouring chickens'}