Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρνιθεία
ὀρνίθειος
ὀρνιθευτής
ὀρνιθευτικός
ὀρνιθεύω
ὀρνιθία
ὀρνιθιάζω
ὀρνιθιακός
ὀρνιθίας
ὀρνιθικός
ὀρνίθιον
ὀρνιθοβόρος
ὀρνιθοβοσκεῖον
ὀρνιθόγαλον
ὀρνιθογενής
ὀρνιθογνώμων
ὀρνιθογονία
ὀρνιθόγονος
ὀρνιθοειδής
ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθοθηρέω
View word page
ὀρνίθιον
a small bird
ShortDef
a small bird
Debugging
Headword:
ὀρνίθιον
Headword (normalized):
ὀρνίθιον
Headword (normalized/stripped):
ορνιθιον
IDX:
63186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63187
Key:
Data
{'content': 'a small bird'}