Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρνίθαρχος
ὀρνιθᾶς
ὀρνιθεία
ὀρνίθειος
ὀρνιθευτής
ὀρνιθευτικός
ὀρνιθεύω
ὀρνιθία
ὀρνιθιάζω
ὀρνιθιακός
ὀρνιθίας
ὀρνιθικός
ὀρνίθιον
ὀρνιθοβόρος
ὀρνιθοβοσκεῖον
ὀρνιθόγαλον
ὀρνιθογενής
ὀρνιθογνώμων
ὀρνιθογονία
ὀρνιθόγονος
ὀρνιθοειδής
View word page
ὀρνιθίας
which brought the birds of passage
ShortDef
which brought the birds of passage
Debugging
Headword:
ὀρνιθίας
Headword (normalized):
ὀρνιθίας
Headword (normalized/stripped):
ορνιθιας
IDX:
63184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63185
Key:
Data
{'content': 'which brought the birds of passage'}