Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρνιθάριον
ὀρνίθαρχος
ὀρνιθᾶς
ὀρνιθεία
ὀρνίθειος
ὀρνιθευτής
ὀρνιθευτικός
ὀρνιθεύω
ὀρνιθία
ὀρνιθιάζω
ὀρνιθιακός
ὀρνιθίας
ὀρνιθικός
ὀρνίθιον
ὀρνιθοβόρος
ὀρνιθοβοσκεῖον
ὀρνιθόγαλον
ὀρνιθογενής
ὀρνιθογνώμων
ὀρνιθογονία
ὀρνιθόγονος
View word page
ὀρνιθιακός
of or for birds
ShortDef
of or for birds
Debugging
Headword:
ὀρνιθιακός
Headword (normalized):
ὀρνιθιακός
Headword (normalized/stripped):
ορνιθιακος
IDX:
63183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63184
Key:
Data
{'content': 'of or for birds'}