Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρνίζω
ὀρνιθαγρευτής
ὀρνιθάριον
ὀρνίθαρχος
ὀρνιθᾶς
ὀρνιθεία
ὀρνίθειος
ὀρνιθευτής
ὀρνιθευτικός
ὀρνιθεύω
ὀρνιθία
ὀρνιθιάζω
ὀρνιθιακός
ὀρνιθίας
ὀρνιθικός
ὀρνίθιον
ὀρνιθοβόρος
ὀρνιθοβοσκεῖον
ὀρνιθόγαλον
ὀρνιθογενής
ὀρνιθογνώμων
View word page
ὀρνιθία
poisoning by bird-dung

ShortDef

poisoning by bird-dung

Debugging

Headword:
ὀρνιθία
Headword (normalized):
ὀρνιθία
Headword (normalized/stripped):
ορνιθια
IDX:
63181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63182
Key:

Data

{'content': 'poisoning by bird-dung'}