Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρνεόφοιτος
ὀρνίζω
ὀρνιθαγρευτής
ὀρνιθάριον
ὀρνίθαρχος
ὀρνιθᾶς
ὀρνιθεία
ὀρνίθειος
ὀρνιθευτής
ὀρνιθευτικός
ὀρνιθεύω
ὀρνιθία
ὀρνιθιάζω
ὀρνιθιακός
ὀρνιθίας
ὀρνιθικός
ὀρνίθιον
ὀρνιθοβόρος
ὀρνιθοβοσκεῖον
ὀρνιθόγαλον
ὀρνιθογενής
View word page
ὀρνιθεύω
to catch

ShortDef

to catch

Debugging

Headword:
ὀρνιθεύω
Headword (normalized):
ὀρνιθεύω
Headword (normalized/stripped):
ορνιθευω
IDX:
63180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63181
Key:

Data

{'content': 'to catch'}