Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρνεοσκοπικός
ὀρνεόφοιτος
ὀρνίζω
ὀρνιθαγρευτής
ὀρνιθάριον
ὀρνίθαρχος
ὀρνιθᾶς
ὀρνιθεία
ὀρνίθειος
ὀρνιθευτής
ὀρνιθευτικός
ὀρνιθεύω
ὀρνιθία
ὀρνιθιάζω
ὀρνιθιακός
ὀρνιθίας
ὀρνιθικός
ὀρνίθιον
ὀρνιθοβόρος
ὀρνιθοβοσκεῖον
ὀρνιθόγαλον
View word page
ὀρνιθευτικός
of or for bird-catching

ShortDef

of or for bird-catching

Debugging

Headword:
ὀρνιθευτικός
Headword (normalized):
ὀρνιθευτικός
Headword (normalized/stripped):
ορνιθευτικος
IDX:
63179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63180
Key:

Data

{'content': 'of or for bird-catching'}