Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄρνεον
ὀρνεοπώλης
ὀρνεοπώλιον
ὀρνεοσκοπικός
ὀρνεόφοιτος
ὀρνίζω
ὀρνιθαγρευτής
ὀρνιθάριον
ὀρνίθαρχος
ὀρνιθᾶς
ὀρνιθεία
ὀρνίθειος
ὀρνιθευτής
ὀρνιθευτικός
ὀρνιθεύω
ὀρνιθία
ὀρνιθιάζω
ὀρνιθιακός
ὀρνιθίας
ὀρνιθικός
ὀρνίθιον
View word page
ὀρνιθεία
observation of the flight
ShortDef
observation of the flight
Debugging
Headword:
ὀρνιθεία
Headword (normalized):
ὀρνιθεία
Headword (normalized/stripped):
ορνιθεια
IDX:
63176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63177
Key:
Data
{'content': 'observation of the flight'}