Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρνεόμορφος
ὄρνεον
ὀρνεοπώλης
ὀρνεοπώλιον
ὀρνεοσκοπικός
ὀρνεόφοιτος
ὀρνίζω
ὀρνιθαγρευτής
ὀρνιθάριον
ὀρνίθαρχος
ὀρνιθᾶς
ὀρνιθεία
ὀρνίθειος
ὀρνιθευτής
ὀρνιθευτικός
ὀρνιθεύω
ὀρνιθία
ὀρνιθιάζω
ὀρνιθιακός
ὀρνιθίας
ὀρνιθικός
View word page
ὀρνιθᾶς
poulterer
ShortDef
poulterer
Debugging
Headword:
ὀρνιθᾶς
Headword (normalized):
ὀρνιθᾶς
Headword (normalized/stripped):
ορνιθας
IDX:
63175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63176
Key:
Data
{'content': 'poulterer'}