Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρνεομιγής
ὀρνεόμορφος
ὄρνεον
ὀρνεοπώλης
ὀρνεοπώλιον
ὀρνεοσκοπικός
ὀρνεόφοιτος
ὀρνίζω
ὀρνιθαγρευτής
ὀρνιθάριον
ὀρνίθαρχος
ὀρνιθᾶς
ὀρνιθεία
ὀρνίθειος
ὀρνιθευτής
ὀρνιθευτικός
ὀρνιθεύω
ὀρνιθία
ὀρνιθιάζω
ὀρνιθιακός
ὀρνιθίας
View word page
ὀρνίθαρχος
king of birds

ShortDef

king of birds

Debugging

Headword:
ὀρνίθαρχος
Headword (normalized):
ὀρνίθαρχος
Headword (normalized/stripped):
ορνιθαρχος
IDX:
63174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63175
Key:

Data

{'content': 'king of birds'}