Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρνεοθηρευτικός
ὀρνεοθυσία
ὀρνεόμαντις
ὀρνεομιγής
ὀρνεόμορφος
ὄρνεον
ὀρνεοπώλης
ὀρνεοπώλιον
ὀρνεοσκοπικός
ὀρνεόφοιτος
ὀρνίζω
ὀρνιθαγρευτής
ὀρνιθάριον
ὀρνίθαρχος
ὀρνιθᾶς
ὀρνιθεία
ὀρνίθειος
ὀρνιθευτής
ὀρνιθευτικός
ὀρνιθεύω
ὀρνιθία
View word page
ὀρνίζω
twitter
ShortDef
twitter
Debugging
Headword:
ὀρνίζω
Headword (normalized):
ὀρνίζω
Headword (normalized/stripped):
ορνιζω
IDX:
63171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63172
Key:
Data
{'content': 'twitter'}