Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρνεογλυφιστί
ὀρνεοθηρευτικός
ὀρνεοθυσία
ὀρνεόμαντις
ὀρνεομιγής
ὀρνεόμορφος
ὄρνεον
ὀρνεοπώλης
ὀρνεοπώλιον
ὀρνεοσκοπικός
ὀρνεόφοιτος
ὀρνίζω
ὀρνιθαγρευτής
ὀρνιθάριον
ὀρνίθαρχος
ὀρνιθᾶς
ὀρνιθεία
ὀρνίθειος
ὀρνιθευτής
ὀρνιθευτικός
ὀρνιθεύω
View word page
ὀρνεόφοιτος
frequented by birds

ShortDef

frequented by birds

Debugging

Headword:
ὀρνεόφοιτος
Headword (normalized):
ὀρνεόφοιτος
Headword (normalized/stripped):
ορνεοφοιτος
IDX:
63170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63171
Key:

Data

{'content': 'frequented by birds'}