Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναποδίζω
ἀναποδισμός
ἀναποδιστής
ἀναποδιστικός
ἀναπόδοτος
ἀναποδόω
ἀναπόδραστος
ἀναπόθετος
ἀναποιέω
ἀναποίητος
ἀναποικίλλω
ἀνάποινος
ἀναποκλύζω
ἀναπόκριτος
ἀναπολάζω
ἀναπολαυστία
ἀναπόλαυστος
ἀναπολεμέω
ἀναπολεύω
ἀναπολέω
ἀναπόλησις
View word page
ἀναποικίλλω
variegate
ShortDef
variegate
Debugging
Headword:
ἀναποικίλλω
Headword (normalized):
ἀναποικίλλω
Headword (normalized/stripped):
αναποικιλλω
IDX:
6316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6317
Key:
Data
{'content': 'variegate'}